ημιολίς

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ἡμιολίς, ἡ (Α) ημιόλιος
αντί ἡμιολία ναῦς, ελαφρό πλοίο με μιάμιση σειρά κουπιών.