ημισελήνιον
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monolingual
ἡμισελήνιον, τὸ (Α) ημισέληνος
η ημισέληνος, το μισοφέγγαρο.
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
ἡμισελήνιον, τὸ (Α) ημισέληνος
η ημισέληνος, το μισοφέγγαρο.