ημιστατήρ

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

ἡμιστατήρ, ὁ (Α)
μισός στατήρας, είδος αρχαίου νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + στατήρ «νόμισμα»].