ἡμιστατήρ
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ἡμιστατῆρος, ὁ, = ἡμιστάτηρον (half-stater), prob. in IG 12(3).1638 (Thera).
German (Pape)
[Seite 1170] ῆρος, ὁ, Hesych., u. ἡμιστάτηρον, τό, Poll. 9, 62, halber Stater.
Greek Monolingual
ἡμιστατήρ, ὁ (Α)
μισός στατήρας, είδος αρχαίου νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + στατήρ «νόμισμα»].