ημιστατήρ

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἡμιστατήρ, ὁ (Α)
μισός στατήρας, είδος αρχαίου νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + στατήρ «νόμισμα»].