ηρωογονία

From LSJ

Greek Monolingual

ἡρωογονία, ἡ (Α)
(κατά τον Πρόκλο) ως κύρ. όν.. Ήρωογονία
τίτλος ποιήματος του Ησιόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, -ωος + -γονία (< -γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεογονία].