ησκιόραμα

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

το
(ποιητ. τ.) αντικείμενο ορατό σε σκιά («σαν μιας φτερούγας το ησκιόραμα», Σημηρ.).