ηχήεις

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

-εσσα, -εν (Α ήχήεις, -εσσα, -εν)
αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί
2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηχή + -ήεις (πρβλ. αυδ-ήεις < αυδή)].