ηχείο

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

το (Α ήχεῖον)
το ξύλινο κοίλωμα που αποτελεί το κύριο σώμα τών έγχορδων οργάνων, το αντηχείο·