θέμελο

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το
θεμέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το β' συνθετικό (συνήθως πληθ. αριθμού) συνθ. όπως ουρανο-θέμελα, ρεπο-θέμελα, κατ' απόσπασιν].