θέρμητρον

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

θέρμητρον, τὸ (Α)
το θερμηρόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα -τρον (πρβλ. θέλγητρον, σάρωτρον κ.ά.)].