θήιον

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429

English (Autenrieth)

see θέειον.

Greek Monolingual

θήιον, τὸ (Α)
(επικ. και ιων. τ.) βλ. θείον (ΙΙ).

Middle Liddell

θήϊον, ου, τό,
epic for θεῖον, brimstone, Od.