θαλασσοπλοΐα

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

η
το να ταξιδεύει κανείς διά θαλάσσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσόπλους. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη].