θαμιστικός

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό θαμίζω
γραμμ. φρ. «θαμιστικά ρήματα» — τα παράγωγα ρήματα της αρχαίας Ελληνικής που λήγουν σε -άζω και έχουν την έννοια της συχνής εκτέλεσης ή επανάληψης αυτού που σημαίνεται από το πρωτότυπο ρήμα (ῥίπτω-ῥιπτάζω, ἡβῶ-ἡβάζω, ἕλκω-ἑλκυστάζω).