θαυματουργώ
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
Greek Monolingual
και θαματουργώ (AM θαυματουργῶ, -έω) θαυματουργός
κάνω θαύματα
νεοελλ.
1. έχω άριστα αποτελέσματα, έχω εξαιρετικές επιτυχίες
2. δημιουργώ σκάνδαλα («αυτός όπου πάει θαυματουργεί»)
αρχ.
1. (πληθ. ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τά τεθαυματουργημένα
οι γοητείες, τα τεχνάσματα θαυματοποιού, τα υπέροχα φαινόμενα
2. φρ. (για τον Ξέρξη) «τὰ περίγεια θαυματουργῶ» — κάνω τεχνάσματα.