θεατρομανώ

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

θεατρομανῶ, -έω (Α) θεατρομανής
έχω μανία για το θέατρο, επιθυμώ μανιωδώς να βλέπω θεατρικές παραστάσεις.