θεολογικῶς
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la façon des théologiens.
Étymologie: θεολογικός.
Russian (Dvoretsky)
θεολογικῶς: по-богословски Plut.