θερέω

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

French (Bailly abrégé)

c. θέρω.

English (Autenrieth)

see θέρω.

Greek Monotonic

θερέω: Επικ. αντί θερῶ, υποτ. Παθ. αορ. βʹ του θέρω.

Russian (Dvoretsky)

θερέω: эп. aor. 2 conjct. к θέρω (см. θέρομαι).