θεσμοδότειρα

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

German (Pape)

[Seite 1203] ἡ, Gesetzgeberinn, Orph. h. Mus. 24.

Greek Monolingual

η
βλ. θεσμοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θεσμοδότης].