θεσμοφυλάκιον
From LSJ
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
English (LSJ)
v. θεσμοφύλαξ.
Greek Monolingual
θεσμοφυλάκιον, τὸ (Α) θεσμοφύλαξ
το γραφείο τών θεσμοφυλάκων.