θεόστραβος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εντελώς τυφλός, εντελώς στραβός
2. εντελώς στρεβλός.