θηλυφόνον

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

θηλυφόνον, τὸ (Α)
το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + φόνος.