θηριωδῶς

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière bestiale ou d'une manière sauvage.
Étymologie: θηριώδης.

Russian (Dvoretsky)

θηριωδῶς: по-звериному, грубо (διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Isocr.; ζῆν Isocr., Plut.).

Translations