θησαυροφύλακας
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θησαυροφύλαξ)
φύλακας θησαυρού
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει θησαυροφυλάκιο
2. μτφ. αυτός που συντηρεί κάτι σαν θησαυρό («παθῶν θησαυροφύλακας», Παλαμ.)
μσν.
ταμίας και διαχειριστής κοινότητας, κράτους, ηγεμόνα κ.λπ.
αρχ.
πάπ. φύλακας δημόσιας αποθήκης σιτηρών.