εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
θρονόομαι: ἐνθρονίζομαι, θρονούμενος κριτὴς Λέοντ. μαγ. ποιήμ. Matr. An. gr. hell. I. σ. 201.