θυμοβορώ

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

θυμοβορῶ, -έω (Α) θυμοβόρος
κατατρώγω, φθείρω την καρδιά («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῖν» — πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την καρδιά, Ησίοδ.).