θυμόμελι

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

το
φρ. (φαρμ.) «θυμόμελι σκίλλης» — φαρμακευτικό παρασκεύασμα από μέλι που περιέχει εκχύλισμα θύμου του ερπύλλου και σκίλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + μέλι.