θωπευτής

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. θωπεύτρια θωπεύω
αυτός που χαϊδεύει ή κολακεύει κάποιον, ο κόλακας.

German (Pape)

ὁ, der Schmeichler ?