θωπευτής
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. θωπεύτρια θωπεύω
αυτός που χαϊδεύει ή κολακεύει κάποιον, ο κόλακας.
German (Pape)
ὁ, der Schmeichler ?