ιάρεια

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

ἱάρεια, ἡ (Α)
ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. τ. του ιέρεια].