ιγνύα

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

η (Α ἰγνύα, ιων. τ. ἰγνύη)
κοιλότητα στο πίσω μέρος της επιφάνειας του γόνατος («κατ' ἰγνύην βεβλημένος», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν- (με ι- αντί ε- προ ερρίνου) + γνυη που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα γνυ του γόνυ].