ιδιόπλαστος

From LSJ

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

ἰδιόπλαστος, -ον (Α)
αυτός που πλάστηκε μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. κακόπλαστος, πρωτόπλαστος].