ιδρώδης

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

ἱδρώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που ιδρώνει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, -ώτος + κατάλ. -ώδης].