ιερίτις

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

ἱερῖτις, -ιδος, ἡ (Α)
ιερός
η ικέτις, αυτή που έχει ανάγκη καθαρμού.