ιερακίσκος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
ἱερακίσκος, ὁ (Α)
μικρό γεράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ιέραξ].