ιερό

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἱερόν, Α ιων. τ. ἱρόν)
βλ. ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. ιερός, το οποίο μετά τον Όμηρο στην Ιωνική - Αττική δήλωνε τον ιερό τόπο, το άδυτο (βλ. και λ. ιερά)].