ιθυτμής

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

ἰθυτμής, ὁ (Α)
ο ιθύτομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τμής (< θ. τμη- του τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-τμή-θην), πρβλ. ημιτμής, φλεβοτμής].