ικετικός
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἱκετικός, -ή, -όν) ικέτης
ικετευτικός.
επίρρ...
ικετικώς (ΑΜ ἱκετικῶς)
ικετευτικά, παρακλητικά.