ιλυώδης

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ἰλυώδης, -ες)
γεμάτος ιλύ, λασπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα -ώδης (πρβλ. ογκώδης, ποώδης)].