ιμάσσω

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

ἱμάσσω (Α) ιμάς
1. μαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο τα άλογα («ἵμασσεν καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπώ δυνατά («ἵμασε χθόνα χειρί»)
3. (για τον Δία) χτυπώ με κεραυνούς («ὅτε... γαῖαν ἱμάσσῃ», Ομ, Ιλ.).