οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
ἱμεράμπυξ, ἡ (Α)(ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που έχει «ἱμερόεσσαν ἄμπυκα», ωραίο διάδημα στα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + ἄμπυξ «διάδημα»].