ιξοβολώ

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

ἰξοβολῶ, -έω (Α) ιξοβόλος
1. πιάνω μικρά πουλιά με ιξόβεργα
2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω.