Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone
ἰξοβολῶ, -έω (Α) ιξοβόλος1. πιάνω μικρά πουλιά με ιξόβεργα2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω.