ιξοβολώ

From LSJ

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543

Greek Monolingual

ἰξοβολῶ, -έω (Α) ιξοβόλος
1. πιάνω μικρά πουλιά με ιξόβεργα
2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω.