ιοσάκχαρ

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

ἰοσάκχαρ, τὸ (Α)
σάκχαρο από ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + σάκχαρ, -αρος].