στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ἱππόφαιοτον, τὸ (Α)το φυτό κενταύριον το ακανθώδες ή, κατ' άλλη άποψη, το φυτό κίρσιον το αστρωτόν.