ιστουργικός
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
ἱστουργικός, -ή, -όν (Α) ιστουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιστουργό ή στην ιστουργία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱστουργική (ενν. τέχνη)
η υφαντική.