ισχνοεπής
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
Greek Monolingual
ἰσχνοεπής, -ές (Μ)
αυτός που συζητά λεπτομερώς, αυτός που λεπτολογεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αισχροεπής, αμετροεπής].