ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
ἰσόκοιλος, -ον (Α)αυτός που έχει σε όλα τα σημεία την ίδια κοιλότητα («ἰσόκοιλος αὐλός», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κοιλος (< κοῖλος), πρβλ. μεσό-κοιλος, ορθό-κοιλος].