ιταλιωτικός

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

ἰταλιωτικός, -ή, -όν, θηλ. και ιταλιώτις (Α) Ιταλιώτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ιταλιώτες.