κάμισον

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμισον Medium diacritics: κάμισον Low diacritics: κάμισον Capitals: ΚΑΜΙΣΟΝ
Transliteration A: kámison Transliteration B: kamison Transliteration C: kamison Beta Code: ka/mison

English (LSJ)

v. καμίσιον.

Greek Monolingual

κάμισον, τὸ (Α)
πάπ. το καμίσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του καμίσιον].